Breaking News

Ζωές στο κόκκινο (απόσπασμα) - ΓΡΑΦΗΜΑ


Έζησα κι εγώ την ακραία ηδονή με κάποιον που ήταν κοντά μου όχι για τα λεφτά μου...


Επιστρέφουν στον ξενώνα. Κανείς τους δεν έχει διάθεση να μιλήσει για τίποτε. Μένουν στο μικρό σαλόνι, δήθεν παρακολουθώντας τηλεόραση. Μετά, με βαριά βήματα, ανεβαίνουν στο δωμάτιό τους. Ξαπλώνουν χωρίς να πουν λέξη. Σε κάποια στιγμή, ο Θάνος σπάζει τη σιωπή του. «Τώρα βλέπω σε ποια καταστροφή οδηγούσε ο δρόμος που βάδιζα, ακολουθώντας τη Γεωργία», της λέει και, με φωνή σχεδόν ψιθυριστή, ανοίγει την καρδιά του και περιγράφει με λεπτομέρειες όλα όσα είχε ζήσει μαζί της.
Η Ευτυχία νιώθει το τσίμπημα της ζήλιας ξανά, αλλά γρήγορα επανέρχεται. Ό,τι έγινε, έγινε… Άλλωστε, Θάνο μου, σε πολλά είμαστε πάτσι… Έζησα κι εγώ την ακραία ηδονή με κάποιον που ήταν κοντά μου όχι για τα λεφτά μου, όπως έγινε μ’ εσένα και τη Γεωργία, αλλά γιατί μ’ αγάπησε…Η σκέψη αυτή τη ρίχνει σ’ ένα βαθύ πηγάδι αναπόλησης. Για μια ακόμα φορά οι άμυνες που έχει στήσει απέναντι στο πρόσωπο του Πέτρου καταρρέουν. Αυτόν θέλει δίπλα της, όχι τον άντρα της. Για τον άντρα της έχουν αλλάξει και πάλι τα συναισθήματα. Το μόνο που αισθάνεται εκείνη τη στιγμή είναι αποστροφή. Δε θέλει ούτε να τον αγγίξει.
Ψελλίζει  καληνύχτα και στρέφει στο πλευρό, γυρίζοντάς του την πλάτη. Σε λίγη ώρα ακούει το ροχαλητό του, ενώ τα δικά της βλέφαρα δε λένε να κλείσουν. Δε σκέφτεται τίποτα απ’ όσα έχουν συμβεί κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Μόνο το πρόσωπο του Πέτρου υπάρχει πια.
Τι είναι αυτό που κρατά το μυαλό της κολλημένο σ’ αυτήν την παρένθεση της ζωής της; Τι περιμένω από εδώ και μπρος; Πώς θα περάσουν τα χρόνια; Παίζοντας την ερωτευμένη νοσοκόμα και τον φύλακα άγγελο του Θάνου; Και ψάχνοντας για καινούργιες φίλες;
Το κρεβάτι δεν την κρατά. Νιώθει την ανάγκη να μιλήσει και πάλι μαζί του. Βγαίνει στο μπαλκόνι και τηλεφωνεί. Με το που ακούει τη φωνή του, αναστατώνεται. Η δική της, για μια ακόμα φορά, δυσκολεύεται να βγει.
«Έχω την ανάγκη σου…», ψιθυρίζει.
Ο Πέτρος δεν απαντά. Ίσως και να μην είναι μόνος, σκέφτεται στιγμιαία η Ευτυχία, αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να γίνει πιο εξομολογητική. Ό,τι είναι να ειπωθεί, ας ειπωθεί τώρα. Ούτως ή άλλως εδώ που έφτασα δεν έχει πιο κάτω.
    Πρέπει να βρεθούμε, πρέπει να μιλήσουμε. Δεν πρέπει να τελειώσουμε έτσι…
    Μα αν έχουμε τελειώσει είναι επειδή εσύ το θέλησες.  
    Κι εσύ που δεν ήθελες; Γιατί δεν επέμενες; Γιατί δεν με διεκδίκησες; Γιατί παρέδωσες τα όπλα αμαχητί; Γιατί γύρισες την πλάτη σου κι έφυγες, αφήνοντάς με στη σύγχυση;
    Γιατί έχω μάθει να μην στέκομαι εμπόδιο στις αποφάσεις των άλλων. Δική σου ήταν η απόφαση ν’ αφοσιωθείς στον άντρα σου.
    Αυτό πίστευα, αυτό επιδίωκα, αυτό προσπάθησα να κάνω.
    Και τι άλλαξε;
    Έχουν συμβεί πολλά. Τώρα λέω πως έχω την ανάγκη σου. Νιώθω πιο άδεια από ποτέ. Νομίζω πια πως το κορμί μου μαγαρίζεται. Μόνο στα χέρια σου αναστήθηκα. Μόνο μαζί σου η ζωή μου είχε βρει κάποιο νόημα…
    Το ίδιο οφείλω να ομολογήσω κι εγώ. Μα είναι αργά. Ίσως τελεσίδικα αργά. Πλέον υπάρχουμε ως σκιές του εαυτού μας από ένα παρελθόν που ούτε καν ξέρω αν μας ανήκει. Ας κρατήσουμε τουλάχιστον την ομορφιά των αναμνήσεων.
    Μόνο αυτό;
    Εγώ επέστρεψα σε μένα Ευτυχία. Γύρισα σπίτι μου, μόνος εντελώς, κλείνοντας και την τελευταία σελίδα τού βιβλίου που με ταξίδευε στη ζωή. Πια θα     υπάρχω ανάμεσα σε ό,τι με σημάδεψε και, πίστεψέ με, εσύ με σημάδεψες με θανάσιμα ανεξίτηλα. Πιστεύω πως ό,τι όμορφο έζησα δικαιούται να ζήσει μαζί μου, στα ταξίδια μου, στις φωτογραφίες μου. Νομίζω πως καταλαβαίνεις τι εννοώ. Θα υπάρχω…
Η Ευτυχία ανοιγοκλείνει το στόμα της για να μιλήσει. Να του ψιθυρίσει πως κι εκείνη υπάρχει. Όμως οι λέξεις κολλούν στον ουρανίσκο της. Διαισθάνεται πως ίσως δεν έχουν κλείσει όλες οι πόρτες. Και νιώθει έναν καινούργιο πόνο σαν σουβλιά στο στομάχι της.
Κλείνει το τηλέφωνο χωρίς τελικά να πει κάτι. Η ψύχρα  και το σκοτάδι την παραλύουν. Μόλις ξημερώσει θα ζητήσει να φύγουν από τα Ζαγοροχώρια. Το μόνο που θέλει πια είναι να επιστρέψει…

Δεν υπάρχουν σχόλια