Breaking News

Πάθη και πόθοι με φόντο μια πολιτεία...

Λίνα Καράμπα

Παρουσίαση του βιβλίου του Άγγελου Πετρουλάκη «Κρυφοί έρωτες»

Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας.

Ο συγγραφέας Άγγελος Πετρουλάκης και όλοι εμείς οι συντελεστές της παρουσίασης του βιβλίου του «Κρυφοί Έρωτες», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Σύγχρονοι Ορίζοντες»,.σας ευχαριστούμε. θερμά για την προσέλευσή σας.

 Οφείλω, πριν σας μιλήσω για το βιβλίο, να πω δυο λόγια για το συγγραφέα που όσο γνωστός κι αν είναι δεν αποκλείεται να είναι άγνωστα τα έργα του.

 Γεννήθηκε, σύμφωνα με το βιογραφικό που δημοσιεύεται στο τελευταίο του βιβλίο, στη Λάρισα, στις 11 Ιουνίου του 1952. Μητέρα του η Χριστίνα Ρόζα Δαμιανίδη και πατέρας του ο Πέτρος Πετρουλάκης.

Ζει στη Λάρισα με τη γυναίκα του Μαρία, Μαίρη τη φωνάζουμε εμείς, και τα τρία παιδιά τους: τη Χριστίνα, τον Πέτρο και τον Ιωάννη. Εργάζεται ως αρχισυντάκτης στο μηνιαίο περιοδικό της Λάρισας «Θεσσαλικές Επιλογές», που ανήκει στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό «Ελευθερία» της Λάρισας. Επί εικοσιπέντε χρόνια υπηρέτησε στην Ελληνική Αστυνομία, από την οποία παραιτήθηκε το 1996.

 Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Νεοελληνική Λογοτεχνία το 1969 με δημοσιεύσεις ποιημάτων, διηγημάτων και άρθρων του σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες. Το 1980, από τις εκδόσεις Δεδεμάδη κυκλοφόρησαν εφτά τόμοι με διηγήματα και νουβέλες του, βασισμένες στα ελληνικά εγκληματολογικά αρχεία και χρονικά με το γενικό τίτλο: «Εγκλήματα στην Ελλάδα». Η έκδοση είναι εξαντλημένη.

Έχει εκδώσει, επίσης τα ποιητικά βιβλία: «ΛΟΓΟΣ πρώτος», Αθήναι 1981, «ΛΟΓΟΣ δεύτερος», Λάρισα 1984, «ΛΟΓΟΣ τρίτος», Λάρισα 1999, «ΛΟΓΟΣ και αιτία για μια σιωπή», Λάρισα 2001, «ΛΟΓΟΣ και αιτία για ένα ταξίδι», Λάρισα 2001.

Το 2002 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του: «Μούπες να κουρευτώ και κουρεύτηκα» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πατάκη». Δεύτερη έκδοση το 2003.

Το 2004,φέτος δηλαδη, κυκλοφόρησε το βιβλίο “Κρυφοί έρωτες», από τις εκδόσεις «Σύγχρονοι Ορίζοντες», και θα παρουσιαστεί απόψε.

 Πρώτα θα μπούμε στη γενική ατμόσφαιρα, με ένα πολύ γνωστό ποίημα του Πολύβιου Δημητρακόπουλου, με πολύ χιούμορ.

                                              Εις τον Έρωτα

Αχ, σιχαμένε! Έβαλες τον κόσμο εις το χέρι!/Για σένα κάθε σούσουρο και κάθε νταραβέρι!/Συ έκανες τη βρωμογή μ’ αυτήν την προκοπή της/να γίνει ο χειρότερος του ουρανού πλανήτης!/ 

Και όμως σούστησαν βωμούς σ’ όλους της γης τους τόπους/όλα αυτά τα ξόανα όπου τα λεν ανθρώπους,/και αλληλοσκοτώνονται για χάρη σου σα βόδια,/αντί να σε μουντζώνουνε με χέρια και με πόδια!

 Συ άναψες τις πυρκαγιές σ’ όλα της γης τα πέρατα!/Συ έκανες και φτήνηναν πολύ τα ξυλοκέρατα!/Συ κάνεις τον αφεντικό να χάνει το σκυλί του!/Συ δεν αφήνεις κόκκορα να στέκει στην αυλή του!

 Συ και τις κότες έκανες τα’ αυγά τους να σκορπίζουνε/κι αλλού να τρέχουν να γεννούν κι αλλού να κακαρίζουνε!/Για σένα παίρνουν τα μυαλά των γυναικών αέρα/και χάνεται σιγά-σιγά κι η ράτσα του πατέρα!

 Για σένα φεύγει το παιδί από την παραμάνα του/και χάν’ η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα του!/Για σένα πάει το σταμνί πολλές φορές στη βρύση,/κι από το σύρε κι έλα του ξεχνάει να γυρίσει!/Για σένα τρέχει το νερό κι απέξω από τα’ αυλάκι του/και κύλα-κύλα ο τέντζερης πηγαίνει στο καπάκι του!

 Στο οπισθόφυλλο του νέου μυθιστορήματος του Άγγελου Πετρουλάκη με τον τίτλο «Κρυφοί Έρωτες», θα διαβάσουμε:

«Εκείνος αγαπούσε τα χρώματα, τον έρωτα, τη ζωή, τόσο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως θεραπευτής μοναχικών γυναικών.

Εκείνες ζητούσαν τον έρωτα, σε κάθε μορφή και έκφρασή του, αδιαφορώντας ουσιαστικά για τις συνέπειες. Μέχρι που όλα γίνονται γνωστά.

Ερωτικά σκάνδαλα και προκλητικές ιστορίες αναστατώνουν μια κλειστή κοινωνία, που αντιδρά με υπερβολή και μικρότητα.

Όλα έγιναν σε κάποια γκρίζα και υγρή πολιτεία, που οι μέρες της κυλούσαν πανομοιότυπα, όχι όμως και οι νύχτες της…

Κρυφοί έρωτες και πάθη ανομολόγητα, κάτω από τη σεμνότυφη επιφάνεια μιας επαρχιακής μεγαλούπολης»..

 

Η γενική αίσθηση που μου δημιουργήθηκε κατά το διάβασμα είναι η εξής:

 Άνθρωποι σε πλήρη σύγχυση, χτυπημένοι από την ταχύτητα των εξελίξεων, δίχως γούστο, δίχως εσωτερικότητα, ακόμα και δίχως γενναιοδωρία, στην πλειοψηφία τους, ερωτοτροπούν με την απόγνωση ή την αποθηρίωση, που είναι η μεταφυσική επίγνωση της ματαιότητας. Αυτό είναι το γενικό σκηνικό.

 «-Εσύ, Πανόπουλε, ν’ αφήσεις τις φιλανθρωπίες σου και να μας πεις για τις κυρίες. Ποιες τελικά είναι;

-Γιατί, Αστέρη, ρωτάς εμένα και όχι τον αστυνομικό της παρέας;

- Γιατί εσύ τα γνωρίζεις από πρώτο χέρι. Και μη μου πεις πως δεν είχες εσωτερική πληροφόρηση;

-Από που;

-Από τη Ντίνα Νκολάου. Εγώ ξέρω ότι αυτή…

-Εντάξει, εσύ ξέρεις…Όμως δηλώνεις αδιάφορος…

-Απλά, για την ιστορία. Και για να ξέρω από πρώτο χέρι τι μαλακίες κάνει ο φίλος μου, δηλαδή εσύ, με το να συναναστρέφεσαι κάποιες απ’ αυτές τις γυναίκες. Εκτός αν προτιμάς να τα πει ο Χρήστος…

-Όχι. Δεν έχω κανένα πρόβλημα να σου πω αυτά που ξέρω. Είναι η Τασούλα Πέτρου, που δικό της ήταν το διαμέρισμα στο οποίο γίνονταν οι συναντήσεις. Η Αλεξία Αγγουρίδου, η Ασπασία Αποστολίδη, η γυναίκα του Αρίσταρχου, του δικηγόρου, η Τασία Παυλάκη, του ορθοπεδικού Παύλου Παυλάκη, η Νατάσα Γκολέ, του επιπλοβιομήχανου. Η παιδίατρος Ισμήνη Θεοχάρη, γυναίκα του επίκουρου καθηγητή της ορθοπεδικής Απόστολου Αθανασίου, η Φαρμακοποιός Λίτσα Αθανασίου, ανύπαντρη, και η Τζένη Παπαδήμου, η ζωγράφος, γυναίκα του Θανάση Γιαννακού του δικηγόρου…

-Αυτές που είπες, μαζί με τη Ντίνα Νικολάου, μας κάνουν εννιά. Λείπουν άλλες τέσσερις…»

 Από την άλλη μεριά ο ρεαλισμός και ο λυρισμός, ο κοινωνικός προβληματισμός και η μεταφυσική υπαρξιακή ανησυχία, ο έντονος ενστικτώδης ερωτισμός σε συνδυασμό με μια υπέρογκη αίσθηση του φυσικού και του ζωτικού στοιχείου, ενυπάρχουν στο μυθιστόρημα του Άγγελου Πετρουλάκη.

 «Πόσο όμορφη ήταν… Πόσο χαρούμενη…Πόσο ξένη…/Πόσο της πάνε τα λεύκά… Περισσότερο από κάθε τι άλλο…/Μακάρι να της πάει και η ζωή από εδώ και πέρα./Όμως το βλέμμα του άντρα της ήταν από τα πιο σκοτεινά βλέμματα που μ’ έχουν κοιτάξει. Πάντα θα τον βασάνιζε η αμφιβολία και… δίκαια. Ποτέ δεν θα μπορέσει να τον πείσει η Ζωή ότι δεν είχε σχέσεις μαζί μου. Η διαίσθησή του για άλλα τον βεβαιώνει και αυτά τα άλλα είναι η πραγματικότητα…

Νυχτώνει λοιπόν, και ξανά μόνος. Στοίβα οι εφημερίδες, στοίβα και οι μοναξιές. Κάπου ανάμεσά τους και η δική μας. Μοναξιές που συνθλίβουν, που σου φανερώνουν πόσο λίγος υπήρξες…Το ποιος είμαι σε σχέση με τους άλλους, ίσως να μην το ανακαλύψω ποτέ, αφού η αυτοκριτική δεν ακολουθήθηκε ούτε μια φορά από πράξεις. Πάντα κάτι θα συνέβαινε για να επαναληφθούν οι ίδιες παραλήψεις, τα ίδια σφάλματα…

Ευτυχώς που υπάρχουν τα βιβλία και η μουσική».

Πάθη, πόθοι, ελπίδες και εμμονές κλυδωνίζονται από ανεξήγητους τριγμούς εσωτερικής ή εξωτερικής προέλευσης με την ερωτική τους ένταση συχνά να αγγίζει τα όρια του θανάτου, παρά την παροδική λύτρωση που μπορεί να επιφέρει η ικανοποίηση του ερωτικού πάθους. Αλλά και η αντίδραση του κόσμου, ακόμα και των ειδικών, πολλές φορές είναι διαφορετική απ αυτή που νομίζουμε:

 «-Εσύ έχεις μάθει για την «Εταιρία της Ευτυχίας; Τον ρώτησε ο Σταμάτης, κοιτάζοντας λοξά το ανέκφραστο πρόσωπο του φίλου του.

-Και βέβαια. Εμείς οι αστυνομικοί είμαστε προνομιούχοι ως προς την πληροφόρηση της βρομιάς.

-Και δεν μας είπες κάτι;

-Δεν με αφορούν οι ζωές των άλλων. Είναι δικός τους ο δρόμος που διάλεξαν κι εφόσον δεν διασταυρώνεται με τον δικό μου μ’ αφήνει αδιάφορο. Συμβαίνουν τόσα γύρω μας που αξίζουν την προσοχή και τον προβληματισμό μου, ώστε υποθέσεις σαν κι αυτή της Εταιρίας της Ευτυχίας είναι εντελώς ευτελείς. Το ξέρεις πως ο Κάναβος ετοιμάζεται να βάλει λουκέτο σ’ όλα τα εργοστάσιά του; Αν γίνει κάτι τέτοιο, μένουν χωρίς δουλειά κάπου πεντακόσιοι εργάτες. Πεντακόσιες οικογένειες στο τίποτα. Το ξέρεις που έχει πάει η ανεργία; Ξέρεις τι γίνεται με τις ουσίες; Ξέρεις πόσα παιδιά παραδέρνουν ψάχνοντας ένα νόημα για τη ζωή τους;

   Ο διευθυντής της Ασφάλειας έκανε μια κίνηση με το χέρι του σαν να έδειχνε την πόλη που απλωνόταν μπροστά τους. «Αυτή η πόλη, όπως και κάθε άλλη, θαρρώ, έχει πολλά που αναγκάζουν τα όνειρα των παιδιών να πετούν με μισοσπασμένα φτερά. Και οι περισσότεροι από μας αντί ν’ ασχολούμαστε μ’ αυτά, ψάχνουμε να βρούμε στις κρεβατοκάμαρες των ζευγαριών γαργαλιστικές ιστορίες».

 Ο Άγγελος Πετρουλάκης χειρίζεται το θέμα του στην κόψη. Παίζει το παιχνίδι του με μέτρο και δίνει την αίσθηση ότι χειρίζεται ένα υλικό περιρρέουσας ατμόσφαιρας, αλλά μέσα από τα κάτοπτρα μιας πόλης με ποικίλα ενδιαφέροντα και σαφή πολιτιστική πορεία. Ο συγγραφέας έχει πλήρως συνειδητοποιήσει τα αιτιατά και τα αίτια των «Κρυφών ερώτων» και έχει στήσει τις γέφυρές του, για να περάσουν οι αντίθετες απόψεις, ο Έρωτας με έψιλον κεφαλαίο, και τα θύματα των ερωτικών τριβών. Οι γέφυρες είναι στέρεες. Η ποιητική διάθεση έκδηλη:

 «έχω γίνει ολόκληρος μια προσμονή και μια αναζήτηση. Έχω μεταλλαχτεί σε μια αναμονή που λειτουργεί με το μυαλό καρφωμένο στην ώρα της επιστροφής. Και μ’ αρέσει αυτό. Μ’ αρέσει που έχω κάτι να περιμένω και που αυτό το κάτι μπορεί να κοιτάζει με τρυφερότητα το πριν και το τώρα μου.

Ποιο είναι το πριν μου;

Ποιο είναι το μετά μου;

Θα είμαι ο χωρίς συνέχεια άνθρωπος;

Να ένα ζήτημα που πρέπει να συζητήσω με την Αλεξάνδρα.

Τα βλέφαρα κλείνουν από τη νύστα, αλλά θέλω να κρατηθώ ακόμα λίγο ξύπνιος. Θέλω να δω να μπλεδίζει η αυγή. Θέλω να σταθώ στο κιόσκι να παρατηρήσω τον κάμπο που ξυπνάει, που τινάζει από πάνω του το σκοτάδι της νύχτας και ντύνεται στο αχνό μπλε της αυγής.

Ο κάμπος, η ζωή μας. Ετοιμάζεται τώρα να υποδεχτεί την Περσεφόνη όπως εγώ την Αλεξάνδρα».

 Έτσι κι αλλιώς, ωστόσο, και ανεξαρτήτως οπτικής γωνίας, από την οποία το βλέπει ο συγγραφέας, το μέλλον δεν παύει να είναι τίποτα περισσότερο από μια μετεξελικτική προέκταση του παρόντος.

Το γεγονός των «Κρυφών ερώτων» αποκτά τραγικές διαστάσεις, όταν σε περιπτώσεις αυτοσυνείδησης, διαπιστώνει κανείς μοιραία, ότι τα όρια έχουν ξεπεραστεί, ανεξάρτητα από τα αίτια, και η «πληγή», όχι μόνο δεν μπορεί πλέον να επουλωθεί, αλλά αντιθέτως, με το πέρασμα του χρόνου, συνεχώς κακοφορμίζει και μεγεθύνεται.

 «Σωστά είχε μαντέψει η Πετρούλα πως ο δράστης του

«-Εμένα πως με χαρακτηρίζεις;

-Σαν μια πανέμορφη νεαρή κυρία, που δεν έχει διάθεση να μαραζώσει περιμένοντας τον άντρα της για την παρηγοριά των γηρατειών.

-Ένα θα σου πω. Αν εγώ τον έχω κερατώσει μια, αυτό με κεράτωσε εκατό. Αν σ’ αυτό προσθέσεις και το εξώγαμο…

-Τι εννοείς;

-Άφησέ το… Μια άλλη φορά τα λέμε. Θα φύγω τώρα. Διαισθάνομαι πως μάλλον περιμένεις τη Ντίνα.

 Εδώ έχουμε να κάνουμε και με τους άγραφους κανόνες που βάζει η κοινωνία και τις συνέπειες από την  παράβασή τους.

Ο συγγραφέας εκφράζει παντοιοτρόπως την αγωνία του για την «επόμενη μέρα». Βυθίζεται στην κυριολεξία στο εσωτερικό της ιστορίας, εμπλέκεται στα γρανάζια της και έχει τη γοητευτική ψευδαίσθηση ότι συμμετέχει ενεργά μαζί με τους ήρωες στα δρώμενα.

Παράλληλα, όμως, λειτουργεί και ως «τρίτο μάτι», γεγονός που τον τοποθετεί έξω απ’ αυτά, με αποτέλεσμα να έρχεται σε άμεση επαφή κατά κάποιον τρόπο με το ίδιο το μέλλον, μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται όλη η υπόθεση των «Κρυφών ερώτων».

Το αποτέλεσμα είναι το μυθιστόρημα να διαβάζεται από πάρα πολύ κόσμο.

Εξάρσεις οργής, ειρωνείας, αλλά και τρυφερού λυρισμού ξεδιπλώνουν μια ολόκληρη ανθρωπογεωγραφία με πρόσωπα οικεία.

Στην πλειοψηφία των «Κρυφών ερώτων»έχουμε την απελπισμένη ερωτοτροπία και την οδυνηρή ματαίωση σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο, τη συνακόλουθη υπαρξιακή συντριβή στη σύγκρουση με μια εφιαλτική κοινωνία και μια διεισδυτική ακτινογραφία μιας πυρετώδους κατιούσας τροχιάς των ανθρωπίνων σχέσεων.

Ο συγγραφέας επενδύει συγκοπτόμενη πολυρρυθμία με τις δέουσες περιπλοκές, λόγω της συμμετοχής πολλών προσώπων στην ενορχηστρωμένη μουσική με ετερόκλιτα ακούσματα, επαναπροβολή σκανδάλων που συντάραξαν τη μικρή κοινωνία της πόλης με αντίκτυπο την υποβάθμισή της σε πανελλήνιο επίπεδο.

Ανοίγοντας ένα βιβλίο, δεν ξέρεις ποιους θα συναντήσεις εκεί. Είναι σαν πρόσκληση σε γεύμα με άγνωστους συνδαιτυμόνες. Κοιτάζεις γύρω σου και δεν αναγνωρίζεις κανέναν, στην αρχή. Σιγά – σιγά ο συγγραφέας, ή ο οικοδεσπότης σε φέρνει σε επαφή μαζί τους και αρχίζει η επικοινωνία. Εσύ να προσποιείσαι ότι δεν ξέρεις και ο συγγραφέας να προσποιείται ότι ξέρει. Εκτός κι αν αφεθείς στο γοργό πέρασμα από την ανυπαρξία στην ύπαρξη και από το χρονικό της διαδρομής στο σταθμό της επίγνωσης.

Κάθε εμπειρία στην προοπτική της πορείας, μετατρέπεται σε παρατεταμένο σχόλιο με μορφή ημερολογίου, όπου η αφήγηση περιλαμβάνει πολλούς έρωτες, αντιπαλότητες, ζήλιες, πένθη, και ευτυχία, περιγράφοντας πάρα πολύ καλά και τον τόπο και τα πρόσωπα.

Ο συγγραφέας Άγγελος Πετρουλάκης χειρίζεται με ιδιαίτερη τρυφερότητα τους ήρωές του. Συχνά – πυκνά ανακαλύπτει τον ποιητή που ενυπάρχει.

Παράλληλα επιχειρείται μια αναψηλάφηση σχετικά με τα δύο φύλα, τις βιολογικές, κοινωνικές και ηθικές διαφορές τους.

 

Τα πρόσωπα:

Ο συγγραφέας Αστέρης Λιθακιάς, ο άσημος της ζωής, ο παράταιρος.

Σταμάτης Πανόπουλος, έγινε αυτός που πολλοί θα ήθελαν να γίνουν, και να είναι.

Η Ντίνα Νικολάου, που ήθελε την ανατροπή.

Η Πετρούλα, η γιατρός, που ήξερε ότι ο θάνατος βρίσκεται πάντα μια ανάσα από το τώρα.

Ο Αλέξανδρος Ξάνθου περνά καλά γιατί οι γύρω του παραείναι αφελείς.

Η Βαλέρια, μια ζωή στη Β’ Εθνική.

Η Άννα Τσιοτινού, επάγγελμα δασκάλα, ελπίζει πως κάθε αύριο θα είναι και μια νέα μέρα.

Η Νόρα, που ξέχασε πως ορθογραφείται ο έρωτας, και αντέχει ακόμα.

Η Ζωή που ήθελε να πεθάνει για ν’ αναστηθεί μακριά του.

Η Κλεοπάτρα, γυναίκα του μπαρ, τη νύχτα που οι άνθρωποι ξεδιπλώνουν ελεύθερα τη ζωή τους και δεν τους σταματά η ντροπή.

Αλεξάνδρα, η γυναίκα που ήξερε τα πάνω και τα κάτω της ζωής.

 Τι περιμένει ο συγγραφέας από το καινούριο βιβλίο του; Μα, φυσικά, να διαβαστεί, όπως κάθε συγγραφέας, άλλωστε. Να επικοινωνήσει με τους αναγνώστες, και γιατί όχι; να αναγνωριστεί. Το έχει ανάγκη αυτό ο δημιουργός, κι ας λέει σεμνά, σεμνότυφα, ή και υποκριτικά πως είναι υπεράνω. Δεν είναι. Κανένας. Πως αλλιώς θα πάρει δυνάμεις, παρά μόνο γνωρίζοντας πως δεν μιλάει στο βρόντο; Βιβλία δεν υπάρχουν ερήμην των αναγνωστών.

***

Δεν υπάρχουν σχόλια