Breaking News

Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα



Δεν άντεχα άλλο. `Ήθελα να ουρλιάξω, ήθελα να ικετεύσω. `Ήθελα να πέσω στα πόδια της. Να ρωτήσω «γιατί;»...
Και πάλι, όμως, δεν έβγαλα άχνα. Στο πακέτο μου υπήρχε μόνο ένα, το τελευταίο τσιγάρο. Την είδα να χαμογελάει πικρά.
-Στο πίσω κάθισμα υπάρχει μια τσάντα με δέκα κούτες ΑSTOR. Είναι δικά σου, βέβαια. Υπάρχει κι ένας φάκελος με χρήματα. Για το δώρο των Χριστουγέννων, που δεν πρόλαβα να σου κάνω. Στην Ηλέκτρα θα σου αφήσω όλους τους δίσκους μου. Ξέρω πως μόνο εσύ θα τους προσέχεις... Μέσα απ’ αυτούς θα σου μιλώ... Και κάτι ακόμα: Σ’ αγαπώ... σ’ αγαπώ τόσο που κινδυνεύει να φαίνεται σχήμα λόγου. `Ίσως κάποτε αγαπήσεις κι εσύ έτσι. Τότε σου εύχομαι να μπορέσεις να βρεις τη δύναμη που χρειάζεται για να προχωρήσεις μόνος στο φως ή στο σκοτάδι...
Τελευταίες υποθήκες... Ποτέ δεν είχα σκεφτεί μέχρι εκείνη τη στιγμή το ενδεχόμενο ενός τέτοιου τέλους. Και τώρα μέσα στην τρομακτικά νεκρική σιγή του χιονισμένου τοπίου, η Ισμήνη έπαιρνε τα πιο γκρίζα χρώματα απ’ την παλέτα του έρωτα και ζωγράφιζε ένα τέλος χωρίς κραυγές, χωρίς υποσχέσεις, χωρίς αίμα. `Έτσι νόμιζα...
Γρήγορα διαπίστωσα πως κάθε λέξη που θα μπορούσε να ορθωθεί ως αντίλογος, ναυαγούσε κάπου μεταξύ του ουρανίσκου και της γλώσσας. Η Ισμήνη συνέχιζε να μιλάει παραθέτοντας επιθυμίες. Η ώρα προχωρούσε με γρήγορο βήμα, σκορπιζόταν χωρίς οίκτο σε μονομερείς συμφωνίες, που όμως θα έπρεπε να γίνονταν σεβαστές και από τους δυο.
Ξαφνικά ένας λυγμός μου ξέφυγε κι ένας δεύτερος αμέσως μετά. Ένα ποτάμι δάκρυα θόλωσε τα μάτια μου κι άρχισε να σκάβει πυρωμένα αυλάκια στα μάγουλα.
Σαν αστραπή, μια κίνηση χεριού της έσχισε βίαια τον αέρα και το χαστούκι στο μάγουλό μου ήταν κάτι παραπάνω από κεραυνός. Συνέχιζε να με χαστουκίζει όλο και δυνατότερα, λες και  είχε χάσει τον έλεγχο του εαυτού της. «Γδύσε με», ούρλιαξε και τα χέρια μου υπάκουσαν χωρίς δισταγμό, ενώ τα δικά της χέρια με βίαιες κινήσεις είχαν κιόλας σχίσει το πουκάμισο και τη φανέλα μου. «Γδύσε με», συνέχισε να ουρλιάζει και τα δάχτυλά της είχαν αρπάξει τα μαλλιά μου και προσπαθούσαν να τα ξεριζώσουν.
`Έσπρωξε πίσω το κάθισμά μου και με καθήλωσε κάτω με μια κίνηση. Τα μάγουλά μου έκαιγαν απ’ τα χαστούκια και το κεφάλι μου το τρυπούσαν χιλιάδες βελόνες. `Ένιωσα τα χείλη και τα δόντια της στο στέρνο μου, μετά στην κοιλιά και μετά πάλι στο στέρνο. Μια ανάσα καυτή ανεβοκατέβαινε πυρπολώντας κάθε χιλιοστό του κορμιού μου. Κάτι ισχυρότερο από ηλεκτρικό ρεύμα διαπερνούσε το σώμα μου κι ένιωθα να διασκορπίζει κάθε διάθεση αντίδρασης.
`Έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα. Βυθιζόμουνα σε καυτό πηγάδι με κινήσεις απρόσμενα χορευτικές και άγριες, σαν να ακολουθούσαν την κίνηση ενός ανεμοστρόβιλου αναποφάσιστου ως προς την πορεία του. `Ένιωθα το στόμα της να με ρουφάει, τα δόντια της να βυθίζονται στη σάρκα, το αίμα μου να θέλει να τιναχτεί μακριά, τη σπονδυλική μου στήλη να θρυμματίζεται και μια σκοτοδίνη να με κυκλώνει.
Πήρε ώρα να συνέλθω. `Άνοιξα τα μάτια μου και είδα την Ισμήνη να κλαίει βουβά αγκαλιάζοντας το τιμόνι. Τα στήθη της ήταν χαραγμένα από νυχιές. Τα εσώρουχά της κουρελιασμένα. `Έσκυψε και με τη γλώσσα της καθάρισε το αίμα από τους ώμους και το στήθος μου. Τη φίλησα. Είχε μια πρωτόγνωρη γεύση το στόμα της, έντονα αρμυρόγλυκεια. Προσπάθησε να τακτοποιήσει τα δικά μου κουρέλια. Μετά έβαλε μπροστά τη μηχανή κι έστριψε, παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής...
Φτάνοντας στο καφενείο, είδαμε το Στέλιο τον ταξιτζή να με περιμένει. Σταμάτησε ακριβώς δίπλα στο αυτοκίνητό του. Γύρισε και τον κοίταξε επίμονα και απροκάλυπτα. Μετά, στράφηκε απότομα σε μένα, με τράβηξε πάνω της και κόλλησε δυνατά τα χείλη της στα χείλη μου. Η γλώσσα της βυθίστηκε απελπισμένα στο στόμα μου για ώρα. Όταν αποτραβήχτηκε, κατέβασε το παράθυρό της κι ένα ουρλιαχτό ξέφυγε απ’ το στόμα της:
-Ταξιτζή, μ’ ακούς; Δικός σας από εδώ και πέρα. Δικός μου ο πόνος... Και η ντροπή...
Ξέσπασε σε λυγμούς την ώρα που άνοιγα την πόρτα για να κατεβώ. Βγήκα απ’ το αυτοκίνητο, πήρα τις τσάντες και ξεκίνησε πρώτη...`Έμεινα να την κοιτάζω μέχρι που χάθηκε πίσω απ’ τις πρώτες στροφές.

Δεν υπάρχουν σχόλια